ὁλόχρυσον

ὁλόχρυσον
ὁλόχρυσον
neut nom/voc/acc sg
ὁλόχρυσος
of solid gold
masc/fem acc sg
ὁλόχρυσος
of solid gold
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολόχρυσον — ὁλόχρυσον, τὸ (Α) βλ. ολόχρυσος …   Dictionary of Greek

  • ὁλοχρύσοις — ὁλόχρυσον neut dat pl ὁλόχρυσος of solid gold masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοχρύσου — ὁλόχρυσον neut gen sg ὁλόχρυσος of solid gold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοχρύσων — ὁλόχρυσον neut gen pl ὁλόχρυσος of solid gold masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοχρύσῳ — ὁλόχρυσον neut dat sg ὁλόχρυσος of solid gold masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόχρυσα — ὁλόχρυσον neut nom/voc/acc pl ὁλόχρυσος of solid gold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολόχρυσος — η, ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, ον) κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.) νεοελλ. μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον το φυτό αείζωον το… …   Dictionary of Greek

  • κατάρραφος — κατάρραφος, ον (Α) αυτός που έχει πολλές ραφές ή πολλά μπαλώματα («ὁλόχρυσον μὲν τὰ ἔξω, κατάρραφον δὲ τὰ ἔνδον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρραφος < (ραφή), πρβλ. πολύ ρραφος, υπό ρραφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”